- υποστοχάζομαι
- Αθέτω θεμελιώδη στόχο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + στοχάζομαι «έχω ως σκοπό, στοχεύω» (< στόχος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑποστοχάζεσθαι — ὑποστοχάζομαι have a fundamental aim pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)